-
1 αποσυρω
1) срывать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
2) раздирать(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
3) разрывать, выравнивать(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
4) сметать, прогонять(τοὺς πολεμίους Polyb.)
1 αποσυρω
(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
(τοὺς πολεμίους Polyb.)